πίκολο

πίκολο
το, Ν
1. μικρό οριζόντιο φλάουτο με κωνικό ή κυλινδρικό σωλήνα και σύστημα κλειδιών Μπεμ που κουρδίζεται μια οκτάβα ψηλότερα από το καθιερωμένο φλάουτο τής ορχήστρας
2. κοινή ονομασία μικρής φυσαρμόνικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piccolo «μικρό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …   Dictionary of Greek

  • χειροβολίδα — η, Ν βολίδα με την οποία μετρείται το βάθος τού θαλάσσιου βυθού, κν. πίκολο σκαντάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βολίδα (πρβλ. φωτο βολίδα). Η λ., στον λόγιο τ. χειροβολίς, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”